- μεσόσωμα
- Μεμβρανώδης δομή που εντοπίζεται στο εσωτερικό της πλασματικής μεμβράνης των βακτηρίων. Το μ. μπορεί να έχει πολύπλοκή δομή και να περιέχει επιπλέον μεμβρανώδη ελάσματα στο εσωτερικό του. Σχετίζεται με τη σύνθεση του DNA και την έκκριση των πρωτεϊνών, ενώ υφίσταται διπλασιασμό κατά τη διαίρεση του βακτηρίου.
* * *το1. βιολ. εσωτερική δομή τού βακτηριακού κυττάρου που συνδέεται με την κυτταροπλασματική μεμβράνα και παίζει ρόλο κατά τον αναδιπλασιασμό τού κυττάρου2. ζωολ. α) η προκοιλία τών σκορπιώνβ) το δεύτερο από τα τρία μέρη τού σώματος τών στοματοχορδωτών.
Dictionary of Greek. 2013.